ἠρισάλπιγξ
Look at other dictionaries:
ηρισάλπιγξ — ἠρισάλπιγξ και ἐρισάλπιγξ, ό (Α) (ονομασία πτηνού) αυτός που σαλπίζει το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + σάλπιγξ] … Dictionary of Greek
ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… … Dictionary of Greek