ἠρισάλπιγξ

ἠρισάλπιγξ
ἠρι-σάλπιγξ,
A v. ἐρι-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηρισάλπιγξ — ἠρισάλπιγξ και ἐρισάλπιγξ, ό (Α) (ονομασία πτηνού) αυτός που σαλπίζει το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + σάλπιγξ] …   Dictionary of Greek

  • ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”